- χαμοδράκι
- το, Ν [χαμόδρακας]συν. στον πληθ. τα χαμοδράκια(λαογρ.) ποιμενικοί δαίμονες τών νεώτερων Ελλήνων, συναφείς ως προς τη μορφή και τις ιδιότητες με τον Πάνα και τους Σατύρους τών αρχαίων, οι οποίοι, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, παίρνουν τη μορφή δαίμονα ή σκύλου ή και άλλου ζώου και βατεύουν ζώα τών ποιμνίων, τα οποία, αφού μαυρίσουν και πρηστούν, πεθαίνουν.
Dictionary of Greek. 2013.