χαμοδράκι

χαμοδράκι
το, Ν [χαμόδρακας]
συν. στον πληθ. τα χαμοδράκια
(λαογρ.) ποιμενικοί δαίμονες τών νεώτερων Ελλήνων, συναφείς ως προς τη μορφή και τις ιδιότητες με τον Πάνα και τους Σατύρους τών αρχαίων, οι οποίοι, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, παίρνουν τη μορφή δαίμονα ή σκύλου ή και άλλου ζώου και βατεύουν ζώα τών ποιμνίων, τα οποία, αφού μαυρίσουν και πρηστούν, πεθαίνουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαμοδράκι — το είδος εξωτικού, ποιμενικός δαίμονας, σμερδάκι: Μας διηγήθηκε μια ιστορία για χαμοδράκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγελαδόπονος — και γελαδόπονος, ο πόνος που παρουσιάζεται στα χείλη, τα σαγόνια ή άλλο μέρος τού προσώπου εκείνου, ο οποίος φυσάει με το στόμα του για να γδάρει σφαγμένη αγελάδα που προσβλήθηκε από χαμοδράκι ο πόνος αυτός προκαλεί φλύκταινα (φουσκάλα), που… …   Dictionary of Greek

  • χαμόδρακας — ο μεγεθυντικό του χαμοδράκι, μεγάλος δράκοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”